- κατανάγκῃ
- κατανάγκηmeans of constraintfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατανάγκη — κατανάγκη, ἡ (Α) 1. μέσο καταναγκασμού («ἐπῳδὰς καὶ καταδέσμους καὶ ἐρωτικὰς κατανάγκας», Συνέσ.) 2. το φυτό ορνιθόπους ο ήμερος το οποίο χρησιμοποιούσαν για παρασκευή μαγικών φίλτρων 3. το φυτό κήμος … Dictionary of Greek
κατανάγκη — means of constraint fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατανάγκαις — κατανάγκη means of constraint fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατανάγκην — κατανάγκη means of constraint fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατανάγκης — κατανάγκη means of constraint fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατανάγκας — κατανάγκᾱς , κατανάγκη means of constraint fem acc pl κατανάγκᾱς , κατανάγκη means of constraint fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CATANANCE — Graece κατανάγκη, apud Plinium, l. 27. c. 8. herba est Magica, quâ ad amatoria olim utebantur. Ita enim is, Catanancen Thessalam herbam, qualis sit, a nobis describi supervacuum est, cum sit usus eius ad amatoria tantum. Illud non abs re est… … Hofmann J. Lexicon universale
CEMOS — apud Plinium, herba in amatoriis pollens, a Graeco κημὸς, capistrum: ab incapistrandis sic et ligndis animis nomen adepta. Quidam et κατανάγκην ita dictam scripsere. Neophytus Monachus, Κατανάγκη, οἱ δὲ κημὸν, οἱ δὲ δαμνάμητιν. Alii Leontopodium… … Hofmann J. Lexicon universale
ανάγκη — Στηνοικονομία,α.ονομάζεται μια κατάσταση έλλειψης ικανοποίησης, την οποία συνοδεύει η επίγνωση (που μπορεί αργότερα να αποδειχτεί εσφαλμένη) της ύπαρξης ενός κατάλληλου μέσου να θέσει τέρμα σε αυτή την κατάσταση ή να επιφέρει ανακούφισή της και η … Dictionary of Greek
δάμνημι — (Α) 1. δαμάζω, καταβάλλω (α. «δάμνησι στίχας ἀνδρῶν» κατανικά τις σειρές των πολεμιστών β. «αλλά με χεῑμα δάμναται» αλλά μέ καταβάλλει η κακοκαιρία) 2. (μτχ. θηλ. ενεστ. ως ουσ.) δαμναμένη, η α) το φυτό κατανάγκη, ορνιθόπους β) το φυτό κήμος,… … Dictionary of Greek